-
1 συν-νάσσω
συν-νάσσω (s. νάσσω), dicht zusammendrücken, -stopfen, συναγαγόντες μυριάδα ἀνϑρώπων καὶ συννάξαντες ταύτην, Her. 7, 60, nach Schweigh. Conj. für συνάξαντες.
1 συν-νάσσω
συν-νάσσω (s. νάσσω), dicht zusammendrücken, -stopfen, συναγαγόντες μυριάδα ἀνϑρώπων καὶ συννάξαντες ταύτην, Her. 7, 60, nach Schweigh. Conj. für συνάξαντες.